- ψωριάρικος
- η , ο см. ψωραλέος;
§ ένα ψωριάρικο πρόβατο χαλά όλο το κοπάδι — погов, паршивая овца всё стадо портит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ ένα ψωριάρικο πρόβατο χαλά όλο το κοπάδι — погов, паршивая овца всё стадо портит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψωριάρικος — η, ο, Ν [ψωριάρης] 1. (ιδίως για ζώο) ψωραλέος 2. το ουδ. ως ουσ. το ψωριάρικο κακομοιριασμένο ζώο («τί τό έφερες εδώ αυτό το ψωριάρικο;») … Dictionary of Greek
ψωριάρικος — η, ο βλ. ψωριάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)